δράκοντας

δράκοντας
Βλ. λ. Δράκων.
* * *
και δράκων και δράκος, ο (θηλ. δράκαινα και δράκισσα και δρακόντισσα, η) (AM δράκων
Μ και δράκος, θηλ. δράκαινα)
Ι. δράκοντας και δράκων (AM δράκων)
1. τεράστιο μυθικό φτερωτό ερπετό
2. οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό τέρας
3. επτακέφαλο τέρας με ουρά φιδιού, ο άρχων τού κακού, ο σατανάς
4. διάβολος, πονηρό πνεύμα
5. αστερισμός τού βόρειου ημισφαιρίου
μσν.- νεοελλ.
1. τύπος ιστιοφόρου
2. άνθρωπος δυνατός και άγριος
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων σαυροειδών
αρχ.
1. ονομασία ψαριού
2. κηρύκειο, ραβδί τού κήρυκα με ανάγλυφη παράσταση φιδιού
3. οφιοειδές περιδέραιο ή βραχιόλι
4. επίδεσμος
5. στρατιωτικό σώμα χιλίων ανδρών
6. νίτρο
II. δράκος
μσν.- νεοελλ.
1. ανθρωπόμορφο τέρας με υπερφυσική δύναμη και ταχύτητα
2. δράκοντας, φτερωτό φίδι
3. άνθρωπος υπερβολικά μεγαλόσωμος, γενναίος κ.λπ.
νεοελλ.
αβάφτιστο βρέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δράκων απαντά η συνεσταλμένη βαθμίδα *drk- τής ρίζας *derk- (βλ. λ. δέρκομαι) και το θηλυκό δράκαινα επιβεβαιώνει την ύπαρξη -ν- στο θέμα τού αρσενικού (πρβλ. λέων-λέαινα). Η λ. δράκος μεταπλασμένος τ. τού δράκων (πρβλ. γέρος-γέρων, χάρος-Χάρων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δράκοντας — ο μυθικό φτερωτό τέρας με ουρά φιδιού, ο δράκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δράκοντας — Δράκων dragon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκοντας — δράκων dragon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • CELEUS — Rex Eleusinae, pater Triptolemi, cui Ceres, quod esset ab illo excepta hospitiô, commonstravit omnem agriculturae rationem. Eius vilis et rusticana supellex abbit in provetbium, Virg. Georg. l. 1. v. 165. Virgea praeterea Celei, vilisque supellex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • ALATI — Dracones, apud Poetas passim occurrunt. Lucan. l. 9. v. 729. ducitis altum Aera cum pennis Hinc currum Cereris alatis draconibus vehi finxêre: Orpheus in Hymno Cereris, Α῞ρμα δρακοντέιοσιν ὑπόζεύξασα χαλινοῖς, Currui (volucrium) draconum Frena… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”